Εύβουλος, -η, -ο
(αρχαιοπρ.): αυτός που έχει την ικανότητα να σκέπτεται ορθά και με σύνεση
(ΣΥΝ) συνετός, φρόνιμος, σώφρων, νουνεχής - ΑΝΤ. ασύνετος, άρφων, άκριτος, απερίσκεπτος
-ευβούλως επιρρ. [μτγν] ευβουλία (η) [αρχ.]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 685
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου