Εκτυπώστε την ανάρτηση!
Ολίσθημα (το) {ολισθήμ-ατος | -ατα, -άτων}
ανεπίτρεπτο σφάλμα: γλωσσικό ~ || με την πράξη του αυτή υπέπεσε σε σοβαρό ~ || αυτή η απερίσκεπτη υπουργική δήλωση συνιστά πολιτικό ~
ΣΥΝ. παράπτωμα, ατόπημα, αστόχημα
{ΕΤΥΜ: αρχ. < ολισθάνω / -αίνω (βλ.λ.)}
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου