Εκτυπώστε την ανάρτηση!
Εγνωσμένος, -η, -ο
αυτός που βρίσκεται πέρα από κάθε αμφιβολία, που έχει αναγνωριστεί από όλες τις πλευρές: ο εκλιπών υπήρξε επιστήμονας εγνωσμένου κύρους ΣΥΝ. αναγνωρισμένος, αναμφισβήτητος, πανθομολογούμενος, αδιαφιλονίκητος.
ΣΧΟΛΙΟ: λ. μετοχή [ΕΤΥΜ. Μτχ παρ. παρακ. του αρχ. γιγνώσκω]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου