Πρόκριση (η) [αρχ.] {-ης κ. -ίσεως | -ίσεις, -ίσεων}
1. η επιλογή, η προτίμηση (ενός πράγματος έναντι κάποιου άλλου): ~ μιας άποψης / αντίληψης / πρότασης
2. η επιτυχία σε προκριματικούς αγώνες που δίνει το δικαίωμα συμμετοχής στην επόμενη φάση (διαγωνισμού, διοργάνωσης): διεκδικώ / χάνω / κερδίζω / παίρνω την ~ || με δυο γκόλ στα τελευταία λεπτά εξασφάλισαν την ~ τους στην επόμενη φάση του Κυπέλλου.
3. ΟΙΚΟΝ. πρόκριση συναλλαγής, το αρμπιτράζ
Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β' έκδοση - γ' ανατύπωση, σελίδα 1483
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου