Κομιστής (ο), κομίστρια (η) [μτγν] {κομιστριών}
1. πρόσωπο που κομίζει, μεταφέρει (κάτι) : ~ εποστολής / ειδήσεων / αγγελιών / σχεδίου / απόψεων / προτάσεων / εντολών / μηνύματος / τελεσιγράφου ΣΥΝ. μεταφορέας, φορέας, μεταγωγός, κουβαλητής
2. (ειδικοτ.) ΝΟΜ. κάτοχος ανωνύμου χρεογράφου, ο οποίος έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από τον εκδότη του χρεογράφου την πληρωμή του αναγραφόμενου σε αυτό ποσού με την επίδειξη αυτού και μόνο.
Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β' έκδοση - γ' ανατύπωση, σελίδα 921
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου