Μασίνα (η) {χωρ. γεν. πληθ.}:
σόμπα, συνήθως παραλληλεπίπεδη, που χρησιμοποιείται και για μαγείρεμα. [ΕΤΟΙΜ. Μεταφορά του γαλλικού machine (αντιδάν.) < λατ. machina < αρχ. δωρ. μάχανά/μηχανή].
οι νεώτεροι ίσως να μην έχουν ιδέα σε τι αναφέρομαι. Μακάρι να μη χρειαστεί να αποκτήσουν, αν πράγματι το πετρέλαιο φτάσει το 1,30-1,40 το λίτρο. Γιατί τότε, καλοριφέρ τέλος!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου