Όξυνση (η) [1802] {-ης κ. -ύνσεως | -ύνσεις, - ύνσεων}
1. Το να φθάνει μια κατάσταση σε κρίσιμο σημείο, η επιδείνωση: ~ των μεταγχειρητικών επιπλοκών || ~ των ενδοοικογενειακών / διακρατικών σχέσεων. ΣΥΝ. χειροτέρευση, εκτράχυνση
ΑΝΤ. άμβλυνση εξομάλυνση, εκτόνωση
2. η αύξηση της έντασης (ενός κακού), η έξαψη (πάθους): ~ ρατσισμού / ξενοφοβίας ΑΝΤ. ύφεση
Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β' έκδοση - γ' ανατύπωση, σελίδα 1263
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου