Υποψήφιος, -α, -ο.
1 αυτός που αποσκοπεί στην κατάληψη αξιώματος ύστερα από ψηφοφορία: ~ δήμαρχος/νομάρχης/βουλευτής
2. (κατ' επεκτ.) (α) οποιοσδήποτε επιδιώκει να γίνει κάτι ή να κάνει κάτι: ~ γαμπρός/αγοραστής/οδηγός (β) αυτός που πρόκειται να γίνει κάτι: είναι ~ μητέρα (είναι έγκυος)
3. (ειδικοτ) αυτός που επιδιώκει να καταλάβει θέση μέσω διαγωνισμού: οι ~ για τα ΑΕΙ
[ΕΤΥΜ. <μτγν. υποψήφιος < υπό+ - ψήφιος < ψήφος].
Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β' έκδοση - γ' ανατύπωση, σελίδα 1858
1 αυτός που αποσκοπεί στην κατάληψη αξιώματος ύστερα από ψηφοφορία: ~ δήμαρχος/νομάρχης/βουλευτής
2. (κατ' επεκτ.) (α) οποιοσδήποτε επιδιώκει να γίνει κάτι ή να κάνει κάτι: ~ γαμπρός/αγοραστής/οδηγός (β) αυτός που πρόκειται να γίνει κάτι: είναι ~ μητέρα (είναι έγκυος)
3. (ειδικοτ) αυτός που επιδιώκει να καταλάβει θέση μέσω διαγωνισμού: οι ~ για τα ΑΕΙ
[ΕΤΥΜ. <μτγν. υποψήφιος < υπό+ - ψήφιος < ψήφος].
Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β' έκδοση - γ' ανατύπωση, σελίδα 1858
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου