Παρακμή (η) [μτγν.]
1. η σταδιακή απώλεια δύναμης, ζωτικότητας ή αξίας: η ~ της κοινωνίας / μιας χώρας...
2. (συνεκδ.) η χρονική περίοδος που ακολουθεί μια περίοδο ακμής και χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή απώλεια δύναμης, ζωτικότητας: έζησε στην ~ της ελληνικής αρχαιότητας .....
3. (ειδικότ.) ο (ηθικός) ξεπεσμός: ηθική ~ της νεολαίας ΣΥΝ. (μτφ) σήψη.
Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β' έκδοση - γ' ανατύπωση, σελίδα 1327
1. η σταδιακή απώλεια δύναμης, ζωτικότητας ή αξίας: η ~ της κοινωνίας / μιας χώρας...
2. (συνεκδ.) η χρονική περίοδος που ακολουθεί μια περίοδο ακμής και χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή απώλεια δύναμης, ζωτικότητας: έζησε στην ~ της ελληνικής αρχαιότητας .....
3. (ειδικότ.) ο (ηθικός) ξεπεσμός: ηθική ~ της νεολαίας ΣΥΝ. (μτφ) σήψη.
Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β' έκδοση - γ' ανατύπωση, σελίδα 1327
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου