Αποτίμηση (η) [αρχ.] {-ης κ.-ήσεως|-ήσεις, -ήσεων}
1. ο προσδιορισμός της χρηματικής αξίας, της τιμής ενός πράγματος : η ~ της περιουσίας κάποιου || ~ των ζημιών / ~ των καταστροφών ΣΥΝ. υπολογισμός, εκτίμηση
2. (κατ' επέκταση) η εκτίμηση σε γενικές γραμμές (της φύσης, της ποιότητας, της σημασίας πράξης, κατάστασης ή διαδικασίας): θετική ~ της συνεισφοράς του στο τελικό αποτέλεσμα.
Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β' έκδοση - γ' ανατύπωση, σελίδα 258
1. ο προσδιορισμός της χρηματικής αξίας, της τιμής ενός πράγματος : η ~ της περιουσίας κάποιου || ~ των ζημιών / ~ των καταστροφών ΣΥΝ. υπολογισμός, εκτίμηση
2. (κατ' επέκταση) η εκτίμηση σε γενικές γραμμές (της φύσης, της ποιότητας, της σημασίας πράξης, κατάστασης ή διαδικασίας): θετική ~ της συνεισφοράς του στο τελικό αποτέλεσμα.
Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β' έκδοση - γ' ανατύπωση, σελίδα 258
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου