Χορηγία (η) [αρχ.] [χορηγιών]
1. ΙΣΤ. μία από τις λειτουργίες στην αρχαία Αθήνα. η υποχρέωση πλούσιου πολίτη να καταβάλλει τα έξοδα του χορού για το ανέβασμα δράματος στη γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων
2. η καταβολή χρημάτων, για να πραγματοποιηθεί έργο κοινής οφελείας
3. η προσφορά χρημάτων για την πραγματοποιήση ενός σκοπού με ουσιαστικό στόχο τη διαφήμιση και προβολή αυτού που προσφέρει τα χρήματα
4. (συνεκδ.) το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται στις παραπάνω περιπτώσεις
5. ΣΤΡΑΤ. η προώθηση βλημάτων προς πυροβόλο ή ρουκετών προς εκτοξευτήρα
Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β' έκδοση - γ' ανατύπωση, σελίδα 1958
Αν κάτι από όλα τα παραπάνω συμπίπτει αυτά που να ακούγονται τις τελευταίες ημέρες, εμένα να μου τρυπήσετε τη μύτη! Περισσότερο προς το λήμμα "μίζα" μου κάνουν τα γεγονότα παρά προς "χορηγία". Καλή Κυριακή σε όλους!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου